περιέλιγμα

περιέλιγμα
το, Ν [περιελίσσω]
λεπτό σχοινί, καλώδιο ή σύρμα τυλιγμένο γύρω από ομοειδές άλλο παχύτερο ή γύρω
από οποιοδήποτε άλλο σώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”